προανακρούω
German (Pape)
[Seite 706] (s. κρούω), zuvor od. zuerst zurückstoßen, pass. zuvor zurückgestoßen werden, sich vorher zurückziehen, Sp. – Med. vorher die Saiten schlagen, übh. präludiren; Plut. sept. sap. conv. 18 p. 44, der de esu carn. 1 g. E. verbindet προανακρούσασθαι (v. l. προσανακρ.) καὶ προαναφωνῆσαι; τί δή μοι ταυτὶ προανακέκρουσται, Philostr. iun. imagg. praef.; vgl. Schaef. melet. p. 13.
Greek (Liddell-Scott)
προανακρούω: κρούω ἢ ὠθῶ ὀπίσω πρότερον, ἀναχαιτίζω, Φίλων ΙΙ. 205, 3. ― Παθ., πρῶτος ἢ πρότερον ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, Κλήμ. Ἀλ. 634. ΙΙ. Μέσ., προανακρούσασθαί τι, ἐν τῇ Μουσικῇ, παίζω ὡς προοίμιον ἢ προανάκρουσιν, Πλούτ. 2. 161C· εἰσάγω ἐν εἴδει προανακρούσεως, πρ. καὶ προαναφωνῆσαι τὰ τοῦ Ἐμπεδοκλέους αὐτόθι 996Β· ὡσαύτως ἐπὶ διδασκάλων μουσικῆς, ὡς οἱ γράμματα καὶ μουσικὴν διδάσκοντες αὐτοὶ προανακρούονται Πλούτ. 2. 790Ε. ― Παθητ., τί... ταυτὶ προανακέκρουσται; Φιλόστρ. 861.