προαπάντησις
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
εως, ἡ,
A meeting before, a Rhet. figure, Zonae.Fig.p.170S., Anon.Fig.p.187S. II interposition, Gal.UP8.3.
German (Pape)
[Seite 707] ἡ, das Zuvor- oder Entgegenkommen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαπάντησις: ἡ, ῥητορικὸν σχῆμα, «προαπάντησις γίνεται ὅταν δύο τινὰ θέντες πρὸς τὸ δεύτερον ἀπαντήσωμεν πρότερον, οἷον καλὸν παιδεία καὶ πλοῦτος, ἐφ’ ὅσον ὁ μὲν τὸ σῶμα κοσμεῖ, ἡ δὲ τὴν ψυχὴν καλλύνει» Ρήτορες (Walz) 8. 689, 712.