ῥόμος
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
ὁ,
A wood-worm, Arc.59.24; ῥόμοξ, Hsch.(s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥόμος: ὁ, ὁ ἐν τοῖς ξύλοις γινόμενος σκώληξ, Λατ. teredo, Ἀρκάδ. 59, Ἡσύχ.