ῥόφω
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
collat. form of ῥοφέω, EM705.26: hence ῥόμμα, ῥοπτός.
German (Pape)
[Seite 849] statt ῥοφέω, ungebr., nur angenommen, um ῥόμμα abzuleiten.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόφω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥοφέω. μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 705. 26, κτλ., Λοβεκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 181· ἐντεῦθεν ῥοπτός.