Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥομβοειδής

From LSJ
Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥομβοειδής Medium diacritics: ῥομβοειδής Low diacritics: ρομβοειδής Capitals: ΡΟΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhomboeidḗs Transliteration B: rhomboeidēs Transliteration C: romvoeidis Beta Code: r(omboeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A rhombus-shaped, rhomboidal, Hp.Art.35, Str.2.1.22, etc.; ῥ. σχῆμα rhomboid, i.e. a four-sided figure with only the opposite sides and angles equal, Euc.1 Def.22, Ph.Bel.52.30, Ptol. Alm.7.5, cf. Hegesand.37; τὸ ῥ. στερεόν (v. ῥόμβος B.1 b) Simp.in Cael.410.5:—τὸ ῥ., a place at Megara, Plu.Thes.27.

German (Pape)

[Seite 848] ές, von der Gestalt eines ῥόμβος, rhomboidisch, σχῆμα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥομβοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ῥόμβου, ὅμοιος ῥόμβῳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, Στράβ. 78, κτλ.· ῥ. σχῆμα, τετράπλευρον ἔχον μόνον τὰς ἀπέναντι πλευρὰς καὶ γωνίας ἴσας, λίθους ... τῷ σχήματι ῥομβοειδεῖς Ἡγήσανδρος παρ’ Ἀθην. 107Α, Εὐκλ. 1. ὁρισμ. 33· τὸ ῥομβοειδές, τόπος ἐν Μεγάροις, Πλουτ. Θησ. 27.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la forme d’une toupie ou p. suite d’un losange, rhomboïde ; τὸ ῥομβοειδές PLUT le monument en forme de losange, à Mégare.
Étymologie: ῥόμβος, εἶδος.