σιτίζω

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτίζω Medium diacritics: σιτίζω Low diacritics: σιτίζω Capitals: ΣΙΤΙΖΩ
Transliteration A: sitízō Transliteration B: sitizō Transliteration C: sitizo Beta Code: siti/zw

English (LSJ)

aor.

   A ἐσίτισα X.Smp.4.9:—Med., fut. Att. -ιοῦμαι (ἐπι-) Pherecr.32.1; Ion. -ιεῦμαι (ἐπι-) Hdt.9.50: aor. ἐσιτισάμην (ἐπ-) Th. 6.94, D.50.53: pf. σεσίτισμαι (v. infr.):—feed an infant, Hdt.6.52, Ar. Eq.716, Mnesith. ap. Orib.inc.19.3; κύνας Isoc.1.29; τοὺς ἀλεκτρυόνας σκόροδα σ. X.Smp.4.9:—Pass., to be fattened, PCair.Zen.464.4 (iii B.C.); = σιτέομαι, eat, c. acc., πρῶκας σιτίζεται Theoc.4.16, cf. Philostr.VA3.26: metaph., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (of Demosthenes), Pytheas ap.D.H.Is.4.

German (Pape)

[Seite 885] beköstigen, speisen, nähren, Ar. Equ. 713; füttern, mästen, zu fressen geben, κύνας ἀλλοτρίας, Isocr. 1, 29; τινά τι, Xen. Conv. 4, 9, gew. τινί τι od. τινά τινος. – Med. essen, πρῶκας σιτίζεται, Theocr. 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτίζω: ἀόρ. ἐσίτισα Ξεν. Συμπ. 4, 9· ― Μέσ., μέλλ. -ίσομαι (ἐπι-) Ἀρρ. Ἀν. 3. 20· Ἀττ. -ιοῦμαι Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1· Ἰων. -ιεῦμαι (ἐπι-) Ἡρόδ. 9. 50· ἀόρ. ἐσιτισάμην (ἐπ-) Θουκ.· πρκμ. σεσίτισμαι, ἴδε κατωτ.· (σῖτος). Τρέφω, παχύνω, πιαίνω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 52. Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Ἰσοκρ. 8C· τινά τι Ξεν. Συμπ. 4, 9· πρβλ. σιτεύω. ― Παθ. = σιτέομαι, τρώγω, μετ’ αἰτ., πρῶκας σιτίζεται Θεόκρ. 4. 16· ― μεταφορ., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους), Πυθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιτίζειν· ψωμίζειν» καὶ «σιτίζοντος· σῖτον παρέχοντος».

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἐσίτισα, pf. inus.
nourrir, alimenter.
Étymologie: σῖτος.