στερεόφρων
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A stubborn-hearted, S.Aj.926 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 937] ον, hartes, festes Sinnes, Soph. Ai. 909.
Greek (Liddell-Scott)
στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, ἰσχυρογνώμων, Σοφ. Αἴ. 926.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au caractère rigide.
Étymologie: στερεός, φρήν.