στρατευτικός
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to war, warlike, Alex.234 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 951] = στρατευματικός, im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν εἰς τὸν πόλεμον, φιλοπόλεμος, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· στρατευτικώτατος Ἄλεξ. ἐν «Τραυμ.» 2.