συναναπίπτω
From LSJ
English (LSJ)
A concubo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1000] (s. πίπτω), mit bei Tische liegen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, = συνανάκειμαι, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.
Full diacritics: συναναπίπτω | Medium diacritics: συναναπίπτω | Low diacritics: συναναπίπτω | Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΙΠΤΩ |
Transliteration A: synanapíptō | Transliteration B: synanapiptō | Transliteration C: synanapipto | Beta Code: sunanapi/ptw |
A concubo, Gloss.
[Seite 1000] (s. πίπτω), mit bei Tische liegen, Philo.
συναναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, = συνανάκειμαι, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.