συνελίσσω
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
Ion. συνειλ- (as also in E.Ion 1164 codd.), Att. συνελίττω, aor. imper.
A συνειλιξάτω IG22.204.31:—roll together, roll up, εἴριον Hp.Art.9, cf. Thphr.HP4.7.5:—Pass., σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι S.El.746; of certain insects, roll themselves up into a ball, Arist.PA 682b22; of the chamaeleon's tail, Id.HA503a20. 2 roll up with, συνήλιξα τὴν ἐπιστολὴν Ἀπολλωτᾶτος τῇ Ἑρμοφίλου PGiss.25.7 (ii A.D.); συνήλλιξα τῇ ἐπιστολῇ δεῖγμα POxy.113.5 (ii A.D.). 3 intr., coil itself up, of a serpent, σπείραις σ. dub. l. in E. l.c.
German (Pape)
[Seite 1014] att. -ττω, zusammenwickeln, verbinden, Arist. H. A. 2, 11 u. Folgde. S. συνειλ.
Greek (Liddell-Scott)
συνελίσσω: Ἰων. συνειλ- (ὡς καὶ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1164), Ἀττ. -ττω· -περιτυλίσσω ὁμοῦ, τυλίσσω, εἴριον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785. ― Παθ., σὺν δ’ ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 746· ἐπί τινων ἐντόμων, ἅτινα συνελίσσουσιν ἑαυτὰ εἰς σχῆμα σφαίρας ὅταν τὰ ἐγγίσῃ τις, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4, 6, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 2. 3) ἀμεταβ., συσπειρῶμαι, ἐπὶ ὄφεως, σπείραις σ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
1 tr. rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; Moy. συνελίσσομαι s’enrouler dans, s’empêtrer dans;
2 dérouler.
Étymologie: σύν, ἑλίσσω.