συνεπαίρω

From LSJ
Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπαίρω Medium diacritics: συνεπαίρω Low diacritics: συνεπαίρω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΙΡΩ
Transliteration A: synepaírō Transliteration B: synepairō Transliteration C: synepairo Beta Code: sunepai/rw

English (LSJ)

   A raise or lift at the same time, ἑαυτόν X.Eq.7.2; τὰ πρόσθια σκέλη Arist.HA576b27:—Pass., swell at the same time, Gal.18(2).266; to be elevated together, ἡ λέξις τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων σ. Luc.Hist.Conscr.45, cf. Procl.Inst.209.    II urge on together or also, c. inf., X.Smp.8.24, Oec.5.5:—Pass., rise together with, τοῖς δημαγωγοῖς, of the rabble, Plu.Cor.12, cf. J.BJ Prooem.2.    III συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῦ μοχθηροῦ χυμοῦ being carried to (the foetus) with the blood, Aët.9.22.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαίρω: αἴρω, ὑψώνω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, ἑαυτὸν Ξενοφ. Ἱππ. 7. 2· τὰ πρόσθια σκέλη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15· ἦχον σάλπιγγι σ. Γρηγ. Νύσσ. ― Παθ., ἐξυψοῦμαι ὁμοῦ, ἡ λέξις τῷ μεγέθει σ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. παρακινῶ, προτρέπω, παρορμῶ ὁμοῦὡσαύτως, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 8. 24, πρβλ. Οἰκ. 5. 5. ― Παθητ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι ὁμοῦ μετά τινος, συνεπανίσταμαι, τινι, ἐπὶ ἐπαναστατῶν, Πλουτ. Κοριολ. 12, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. Προοίμ. 2.

French (Bailly abrégé)

1 donner en même temps de l’élévation, de la noblesse;
2 exciter avec ou en même temps à, inf.;
Moy. συνεπαίρομαι se soulever avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαίρω.