συγκαταδικάζω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
German (Pape)
[Seite 964] mit verurtheilen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῑς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).