λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Full diacritics: συγκερκίζω | Medium diacritics: συγκερκίζω | Low diacritics: συγκερκίζω | Capitals: ΣΥΓΚΕΡΚΙΖΩ |
Transliteration A: synkerkízō | Transliteration B: synkerkizō | Transliteration C: sygkerkizo | Beta Code: sugkerki/zw |
A weave together, Pl.Plt.310e.
[Seite 967] zusammenweben, ὁμοδοξίαις, Plat. Polit. 310 e.
συγκερκίζω: συνυφαίνω, Πλάτ. Πολιτικ. 310E.
Α
συνυφαίνω («ξυγκερκίζοντα δὲ όμοδοξίαις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κερκίζω «υφαίνω»].