σύγκρατος
English (LSJ)
ον,
A mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' ἐ-κρά-θην), πρβλ. εὔ-κρατος].———————— (II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).———————— (III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.