συναπόδημος

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

German (Pape)

[Seite 1002] mit, zugleich abwesend, Arist. pol. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de voyage en pays étranger.
Étymologie: σύν, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.