συνάμα
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Adv. for σὺν ἅμα,
A together, AP7.9 (Damag), Luc.Pisc.51, Bis Acc.11, etc.; τισι with them, Theoc.25.126; freq. in tmesi: συνάμα is dub.l. in S.Ichn.70 (lyr.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].