συνεπεγείρω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεγείρω: ἐπεγείρω ἀπὸ κοινοῦ ἐναντίον τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
διεγείρω από κοινού εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεγείρω «ξεσηκώνω, διεγείρω»].