σύσπονδος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ον,
A = ὁμόσπονδος, Aeschin.2.163 (pl., v.l.).
German (Pape)
[Seite 1043] mit, zugleich das Trankopfer verrichtend, = συσπένδων, neben σύσσιτος, Aesch. 2, 163.
Greek (Liddell-Scott)
σύσπονδος: -ον, = ὁμόσπονδος, Αἰσχίν. 50. 9, πρβλ. ὁμόσπονδος.