χειραγωγία
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἡ, = foreg., BGU1768.11 (i B.C.), Longus 4.12, Sch.E.Or.883, Suid.: metaph., πρὸς τὴν χ. τῆς κράσεως in order to
A induce mixture, Max.Tyr.15.4.
German (Pape)
[Seite 1344] ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. βοήθεια.
Greek (Liddell-Scott)
χειρᾰγωγία: ἡ, τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγεῖν, ἀνδρὸς οὐ παιδὸς πρὸς χειραγωγίαν δεόμενος Λόγγος 4. 12, Σουΐδ.