φελλόδρυς
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
ῠος, ἡ,
A holm-oak, Quercus Ilex var. agrifolia, Thphr. HP1.9.3, 3.3.3, 3.16.3.
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, eine Eichenart, die Korkeiche, soll arkadisch sein, dorisch ἀρία, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φελλόδρῡς: -ῠος, ἡ, Ἀρκαδικόν τι ἀειθαλὲς δένδρον σκληρότερον τοῦ πρίνου, τὸ Δωρ. ἀρία. (νῦν ἐν Χαλκιδικῇ τῆς Μακεδονίας τὸ «ἄρ~ιο», Μ.) Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 3. 3, 3., 3. 16, 3.