σύννυμφος

From LSJ
Revision as of 09:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννυμφος Medium diacritics: σύννυμφος Low diacritics: σύννυμφος Capitals: ΣΥΝΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: sýnnymphos Transliteration B: synnymphos Transliteration C: synnymfos Beta Code: su/nnumfos

English (LSJ)

ἡ,

   A husband's brother's wife, LXX Ru.1.15, KeilPremerstein Zweiter Bericht No.128 (Attaleia, ii A.D.), Eust.648.43.

German (Pape)

[Seite 1028] mit vermählt, E. M., LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σύννυμφος: ἡ, πληθ. αἱ σύννυμφοι, αἱ σύζυγοι δύο ἀδελφῶν, κοινῶς «συννυφάδες», «Αἴλιος δὲ Διονύσιος οὕτω φράζει: ‘‘εἰνάτερες ἐν ταῖς ἀλλήλων ἀδελφοῖς γεγαμημέναι, ἃς συννύμφους τινές φασιν’’» Εὐστ. 648. 43, Βυζ.