ὑγρασία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A moisture, ἐν τῷ σώματι Arist.HA557a1, cf. GA727b36, al., Thphr. HP3.13.2, Epicur.Ep.2p.50U.; διεξόδους... δι' ὧν τὴν ὑ. ἐκδέξεται Alex.124.10.
German (Pape)
[Seite 1171] ἡ, Nässe, Feuchtigkeit, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγρᾰσία: ἡ, (ὑγράζω) ὑγρότης, ὑγρὰ κατάστασις, ὑγρὰ οὐσία, ἐν τῷ σώματι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 3, π. Ζ. Γεν. 1. 20, 1, κ. ἀλλ.· διεξόδους..., δι’ ὧν τὴν ὑγρ. ἐκδέξεται Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 10.