συννέφεια
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
or συννεφ-ία, ἡ,
A clouded sky, Arist.Pr.[944b26] (as gloss on ἐπίνεψιν), Ptol.Tetr.84, Thd.Jb.3.5, Olymp.Hist.p.463D., Cat.Cod. Astr.2.161, Sch.Ar.Nu.583, EM236.29.
Greek (Liddell-Scott)
συννέφεια: ἢ -ία, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ «συννεφιά», Ἀριστοτέλ. Προβλ. 26. 38 (γλώσσημα πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐπίνεψις), Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 573, Ἐτυμολ. Μέγ. 236, 29, Ἐκκλ.