τεχνοειδής
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ές,
A artistic, D.L.7.156.
German (Pape)
[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.