τετράγναθος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ον,
A with four jaws, φαλάγγια Str.16.4.12, cf. Agatharch.59, Ael.NA17.40.
German (Pape)
[Seite 1097] mit vier Kinnbacken; τὸ τετράγν., eine giftige Spinnenart, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
τετράγνᾰθος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας γνάθους, σιαγόνας, φαλαγγίων τῶν τετραγνάθων καλουμένων Στράβ. 772, Αἰλ. π. Ζ. 17. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre mâchoires ; τὸ τετράγναθον insecte, sorte d’araignée venimeuse.
Étymologie: τέσσαρες, γνάθος.