τυμπανιστής

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνιστής Medium diacritics: τυμπανιστής Low diacritics: τυμπανιστής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: tympanistḗs Transliteration B: tympanistēs Transliteration C: tympanistis Beta Code: tumpanisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who beats the τύμπανον, drummer, Str.15.1.52, BGU630 iv 1 (ii A. D.); Τυμπανισταί, name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰν-ίστρια, of a priestess of Sabazius, D.18.284, Luc.Somn.12.    II gen. pl. -ιστῶν (from -ιστός) = membraneorum, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ τύμπανον, τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, ἱέρεια τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui joue du tambour, le tambour.
Étymologie: τυμπανίζω.