τύξις
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
εως, ἡ,
A artifice, Μενανδρείων ἐπέων δεδαηκότα πάσας τύξιας Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A. D.); τύξιν· τεῦξιν, παρασκευήν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1162] ἡ, = τεῦξις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τύξις: ἡ, = τεύξις, «τύξιν· τεῦξιν. παρασκευὴν» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον: παρασκεύασιν).