φιλόκωμος
English (LSJ)
ον,
A fond of feasting and dancing, epith. of Anacreon, Simon.183.5; πηκτίς AP5.174 (Mel.), cf. Polem.Phgn.13, 67.
German (Pape)
[Seite 1281] lustige Gelage u. Umzüge liebend; Anakreon, Simon. 51; πηκτίς Mel. 60 (V, 175).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκωμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κώμους, τὰς διασκεδάσεις μετ’ εὐωχίας καὶ χοροῦ, ἐπίθ. τοῦ Ἀνακρέοντος, Σιμωνίδ. (;) 179· πηκτὶς Ἀνθολ. Παλατ. 5. 175.