φρυγανοειδής
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ές,
A = φρυγανώδης, Dsc.3.36, 154.
Greek (Liddell-Scott)
φρῡγᾰνοειδής: -ές, = φρυγανώδης, Διοσκ. 3. 38.