χειροτονητός

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτονητός Medium diacritics: χειροτονητός Low diacritics: χειροτονητός Capitals: ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: cheirotonētós Transliteration B: cheirotonētos Transliteration C: cheirotonitos Beta Code: xeirotonhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A elected by show of hands, Aeschin.3.25, Arist.Ath.54.3; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. κληρωτή, Aeschin.1.19,113,3.14, Arist.Rh. Al.1424a14.

German (Pape)

[Seite 1347] adj. verb. zu χειροτονέω, vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, ἀρχή, Ggstz von κληρωτή, 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτονητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. αἱρετός. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
élu ou décrété par un vote à main levée ; ἀρχὴ χειροτονητή ESCHN magistrature élective.
Étymologie: χειροτονέω.