χιτωνία
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ἡ,
A dress, Melamp.Naev.p.508 Franz.
German (Pape)
[Seite 1357] ἡ, Kleidung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χῐτωνία: ἡ, ἔνδυμα, φόρεμα, Μελάμπους π. ἐλαιῶν τοῦ σώματος σ. 508, ἔκδ. Franz.