αεριόφως

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

(-ωτος), το
1. το φως που παράγεται από το φωταέριο
2. το ίδιο το φωταέριο (αλλ. γκάζι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + φως
απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. gaslight].