αθλητισμός

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

ο
1. ενασχόληση, επίδοση σε αθλητικά αγωνίσματα
2. το σύνολο τών σωματικών ασκήσεων, ατομικών ή ομαδικών αγωνισμάτων ή αθλημάτων, που συνήθως τελούνται υπό μορφή κωδικοποιημένων αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές αθλητής + παραγ. κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. athletisme
η λ. μπήκε στην Ελληνική στα τέλη του περασμένου αιώνα].