αντίστοιχος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίστοιχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον
2. ίσος, όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + -στοιχος < στοίχος «γραμμή, σειρά, ευθύγραμμη διάταξη» (πρβλ. περίστοιχος, σύστοιχος κ.ά.)].