ανθρακίας

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

ἀνθρακίας, ο (AM)
μαύρος σαν κάρβουνο, μουτζουρωμένος
μσν.
1. πολύτιμος λίθος, πρβλ. άνθρακας, ανθρακίτης
2. ως επίθ. αναμμένος σαν κάρβουνο.