αρμυρός

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

ο
ο αλμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός, με φωνητική τροπή του -λ- προ συμφώνου σε -ρ- (πρβλ. άλμη > άρμη, ελπίδα > ερπίδα, αδελφός, > αδερφός)].