αυθυπαρξία
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
η
το να υπάρχει κάτι ή κάποιος από μόνος του, χωρίς να οφείλει σε άλλον την ύπαρξή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + ύπαρξη (-ις) (πρβλ. ανυπαρξία). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα].