αυθυπαρξία

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

η
το να υπάρχει κάτι ή κάποιος από μόνος του, χωρίς να οφείλει σε άλλον την ύπαρξή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + ύπαρξη (-ις) (πρβλ. ανυπαρξία). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα].