προσεγκαλέω
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
A accuse besides, ὅτι . . D.S.14.17; ὡς . . D.C.41.6: c. dat. et part., Plu.2.401b: abs., Alex.146.8, D.H.7.46, Gal.UP5.4: prov., οἱ φῶρες -καλοῦσι 'Satan rebuking sin', Lib.Ep.1134.1.
German (Pape)
[Seite 757] (s. καλέω), noch dazu anklagen, beschuldigen, vorwerfen; τινί τι, D. Cass. 41, 6; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσεγκᾰλέω: ἐγκαλῶ, κατηγορῶ προσέτι, πρ. ὅτι... Διόδ. 14. 17· ὡς... Δίων Κ. 41. 6· πρ. τινί τι, exprobare alicui aliquid, Πλούτ. 2. 401Β· ἀπολ., Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσιν» 1. 8, Διον. Ἁλ. 7. 46.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accuser en outre, faire en outre des reproches : τινι à qqn.
Étymologie: πρός, ἐγκαλέω.