α
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
(I)
και παρατεταμένο αά, άα, ααά, άαα (Α ἆ)
επιφώνημα που εκφράζει έντονη συναισθηματική κατάσταση.———————— (II)
και άι (προτρεπτικό μόριο)
πήγαινε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α < άι < αε < ἀγε (αντίστοιχο αρχ. προτρεπτικό μόριο)].———————— ἁ (Α)
δωρ. τύπος του άρθρου ἡ (βλέπε ὁ).———————— ἅ (Α)
δωρ. τύπος της αναφ. αντωνυμίας ἡ (βλ. ὁ, αντων.).