κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
[Seite 24] s. ἀγείρω.
ἀγρόμενος: συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.
part. ao.2 Moy. syncopé de ἀγείρω.
see ἀγείρω.