αἰθριάω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A expose to the air, cool, αἰθριήσας Hp.Morb.3.17; cf.αἰθριάζω. II intr., clear up, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.45.9.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθριάω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ψυχραίνω, αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ αἰθριάζω). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ γίνομαι ἀνέφελος, καθαρός, ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
exposer en plein air, à la fraîcheur.
Étymologie: αἰθρία.
Spanish (DGE)
pasar la noche al relente, dormir a la intemperie, Eleg.Alex.Adesp.SHell.958.17 (cj. en ap.crít.).