γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
ἁγεμόνευμα: ἁγεμονεύω, ἁγεμών, Δωρ. ἀντὶ ἡγεμ-
ατος (τό) :conduite ; guide, conducteur.Étymologie: ἁγεμονεύω.