ἀνήφαιστος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήφαιστος Medium diacritics: ἀνήφαιστος Low diacritics: ανήφαιστος Capitals: ΑΝΗΦΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anḗphaistos Transliteration B: anēphaistos Transliteration C: anifaistos Beta Code: a)nh/faistos

English (LSJ)

ον, ἀ. πῦρ fire

   A that is no fire, i.e. discord, E.Or.621.

German (Pape)

[Seite 230] ohne Hephästus, d. h. ohne Feuer, πῦρ, Flamme des Unheils, Eur. Or. 613.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήφαιστος: -ον, ἀν. πῦρ, οὐχὶ πραγματικὸν πῦρ, ἀλλὰ τὸ πῦρ τῆς ἔριδος, «οὐ τοῦτο λέγει τὸ πῦρ τὸ τὰ ξύλα καὶ τὴν ὕλην ἀναλίσκον, ἀλλ’ ἕτερον μέν τι, ὁμοίως δὲ τούτῳ ἀναλωτικὸν καὶ διαφθαρτικόν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρ. 621, ἔνθα ἴδε Πόρσ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. sans Héphaistos : (feu) auquel Héphaistos est étranger, dont les flammes ne sont pas matérielles.
Étymologie: ἀ, Ἥφαιστος.

Spanish (DGE)

-ον
que no es fuego ἀ. πῦρ fig. de la discordia, E.Or.621.

Greek Monolingual

ἀνήφαιστος, -ον(Α)
φρ. «ἀνήφαιστον πῡρ» — η φωτιά της διαμάχης (που δεν είναι η πραγματική φωτιά του Ηφαίστου).