ἁνία

From LSJ
Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡνία.

English (Slater)

ἁνῐα (ἡ) pl.,
   1 reins ἀκηράτοις ἁνίαις (P. 5.32) χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις with full rein (I. 2.22)

English (Slater)

ἁνῐα (τά)
   1 reinsἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18) ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (I. 1.15)

Spanish (DGE)

v. ἡνία.