εὐβλέφαρος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ον,
A with beautiful eyelids, Δίκη AP14.122.
German (Pape)
[Seite 1058] mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).
Greek (Liddell-Scott)
εὐβλέφᾰρος: -ον, ἔχων ὡραῖα βλέφαρα, Ἀνθ. Π. 14. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles paupières, aux beaux yeux.
Étymologie: εὖ, βλέφαρον.
Greek Monolingual
εὐβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον.