σχετήριον

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχετήριον Medium diacritics: σχετήριον Low diacritics: σχετήριον Capitals: ΣΧΕΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: schetḗrion Transliteration B: schetērion Transliteration C: schetirion Beta Code: sxeth/rion

English (LSJ)

τό,

   A check, remedy, λιμοῦ against hunger, E.Cyc.135; astringent, Orib.9.43.11.

German (Pape)

[Seite 1054] τό, das, was hält, abhält, hindert, λιμοῦ Eur. Cycl. 135.

Greek (Liddell-Scott)

σχετήριον: τό, τὸ μέσον δι’ οὗ ἀναχαιτίζεταί τι, θεραπεία, ἀντιφάρμακον, ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον, εὐχάριστον ἀντιφάρμακον κατὰ τῆς πείνης, Εὐρ. Κύκλ. 135.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
moyen d’arrêter, de calmer, remède contre, gén..
Étymologie: σχεῖν.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.)
2. είδος στυπτικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριον). Για τη σημ. του τ. βλ. λ. σχετέος.