φιλοδωρία
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ἡ,
A fondness for giving, bounteousness, IG7.101 (Megara), Luc.Vit.Auct.18, AelVH9.1, CIG2870 (Branchidae).
German (Pape)
[Seite 1279] ἡ, Schenkliebe, Freigebigkeit, Luc. vit. auct. 8.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδωρία: ἡ, τὸ φιλοδωρεῖν, γενναιοδωρία, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 18, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 2870.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habitudes de générosité, de munificence.
Étymologie: φιλόδωρος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ φιλόδωρος
η ιδιότητα του φιλόδωρου, γενναιοδωρία.