ὁδοιπόριον

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπόριον Medium diacritics: ὁδοιπόριον Low diacritics: οδοιπόριον Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΙΟΝ
Transliteration A: hodoipórion Transliteration B: hodoiporion Transliteration C: odoiporion Beta Code: o(doipo/rion

English (LSJ)

τό,

   A passagemoney paid to a ship-master, or provisions for the voyage, Od.15.506 : pl., Sammelb.7243.5 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπόριον: τό, ὁ ναῦλος ταξιδίου διδόμενος εἰς τὸν πλοίαρχον, ἢ αἱ διὰ τὸ ταξίδιον ζωοοτροφίαι, Λατ. viaticum, ἢ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «τὴν ὑπὲρ τοῦ συνοδεῦσαι ἤτοι συμπλεῦσαι ἑστίασιν» Ὀδ. Ο. 506· πρβλ. εφόδιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prix du transport.
Étymologie: ὁδοιπόρος.

English (Autenrieth)

reward for the journey, Od. 15.506†.

Greek Monolingual

ὁδοιπόριον, τὸ (ΑΜ) οδοιπόρος
χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη πλοίου για τον πλου με αυτό, τα ναύλα, ή, κατ' άλλους, οι προμήθειες του οδοιπόρου για το ταξίδι.