σφενδάμνινος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

η, ον,

   A of maple wood, τράπεζαι Cratin.301: metaph. for tough, stout, 'hearts of oak', Ar.Ach.181.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδάμνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχύς, σκληρός, πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. πρίνινος.

French (Bailly abrégé)

[ῐ] η, ον,
1. de bois d’érable, CRAT. (Com. fr. 2, 177);
2. p. ext., dur solide. résistant, AR. Ach. 181.
Étymologie: σφένδαμνος.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α σφένδαμνος
1. κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός, τραχύς.