λιμενορμίτης

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενορμίτης Medium diacritics: λιμενορμίτης Low diacritics: λιμενορμίτης Capitals: ΛΙΜΕΝΟΡΜΙΤΗΣ
Transliteration A: limenormítēs Transliteration B: limenormitēs Transliteration C: limenormitis Beta Code: limenormi/ths

English (LSJ)

[μῑ], ου, ὁ, (λιμήν, ὅρμος)

   A god of harbours and mooring-places, epith. of Priapus, AP10.5 (Thyill.).

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, so heißt Priapus, als Schutzgott des Hafens, Satyr. Thyill. 5 (X, 5).

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω) ὁ ὁδηγῶν εἰς λιμένα, ἐπίθ. Πριάπου, Ἀνθ. Π. 10. 5· πρβλ. λιμενίτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait aborder au port.
Étymologie: λιμήν, ὅρμος.

Greek Monolingual

λιμενορμίτης και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)
(επίκληση του Πριάπου) ο θεός τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί προς τα λιμάνια και τους όρμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + ὁρμίτης (< ὅρμος)].